21/10/11

Εξισώσεις

 Ένα μεγάλο και από τα πιο σημαντικά θέματα στην ελεύθερη κατάδυση είναι οι εξισώσεις.Ο Λιανός Παναγιώτης αναλύει όλες τις τεχνικές εξίσωσης στο άρθρο του στο Deep.
Από Λιανός Παναγιώτης (ΑΡΧΕΙΟ DEEP MAGAZINE)
 Εισαγωγή.
Μερος Α

Οι εξισώσεις είναι πάντοτε ένα θέμα που όταν αρχίσουμε να το συζητάμε, η προσοχή όλων σχεδόν στην παρέα είναι δεδομένη. Πέφτει ησυχία και όλοι ακούν προσεκτικά. Αν γνωρίζετε από παρέες ελεύθερων δυτών και ψαροντουφεκάδων, θα ξέρετε ήδη ότι κάτι τέτοιο είναι σχετικά δύσκολο μια και συνήθως ο καθένας λέει την δική του (ηρωική πάντα) ψαρευτική ιστορία, χωρίς να δίνει και πολλή προσοχή σε αυτά που λένε οι υπόλοιποι της παρέας. Με τις εξισώσεις όμως γίνεται κάτι σχεδόν μαγικό και όλοι ακούν προσεκτικά. Γιατί άραγε; Επίσης, από τις ερωτήσεις που δέχομαι, η συντριπτική πλειοψηφία αφορά τις εξισώσεις. Γιατί άραγε; Στα πρώτα χρόνια της ενασχόλησής μου με την ελεύθερη κατάδυση αντιμετώπιζα ένα σοβαρότατο πρόβλημα που δεν με άφηνε να πάω βαθύτερα. Δεν μπορούσα να εξισώσω στα βαθιά. Γιατί άραγε; Ας τα πάρουμε σιγά-σιγά από την αρχή και ας λύσουμε παρέα τους γρίφους αυτού του κεφαλαίου. Κάτι σαν να λύναμε εξισώσεις. Μεταφορικά αλλά και κυριολεκτικά.

Ο νόμος και η ανάγκη.

Το 1662, ο Robert Boyle δημοσίευσε αυτό που σήμερα ονομάζουμε «Νόμο του Boyle» στο παράρτημα μιας μελέτης του. Με σχετικά απλά λόγια, ο νόμος αυτός λέει ότι το γινόμενο του όγκου (v) και τις πίεσης (p) ενός αερίου παραμένουν σταθερά. p*v = c (σταθερό). Ή (αν το δούμε αλλιώς) όταν η πίεση μιας ποσότητας αερίου μεγαλώνει, ο όγκος του μικραίνει, προκειμένου το γινόμενο να παραμείνει σταθερό. Απλό δεν είναι;
Όπως ίσως ξέρετε, η πίεση στην επιφάνεια της θάλασσας είναι εξ’ ορισμού ίση με μια ατμόσφαιρα. Και κάθε 10 μέτρα που βυθιζόμαστε η πίεση αυξάνεται κατά μια ατμόσφαιρα. Άρα στα 10 μέτρα η πίεση είναι ίση με 2 ατμόσφαιρες και στα 20 μέτρα βάθος η πίεση είναι 3 ατμόσφαιρες. Απλό δεν είναι και αυτό; Ας δούμε τώρα γιατί τα παραπάνω μας αφορούν. Το σώμα μας έχει κάποια μέρη τα οποία περιέχουν αέρα. Και φυσικά καθώς κάνουμε μια βουτιά, ο νόμος του κ. Robert Boyle εξακολουθεί να ισχύει και να επηρεάζει αυτά τα σημεία του σώματός μας. Αυτά τα σημεία τα ονομάζουμε «αεροφόρους χώρους». Καθώς κάνουμε μια κατάδυση, οι αεροφόροι χώροι του σώματός μας, αλλά και εκείνοι που λόγω του εξοπλισμού μας δημιουργούνται (π.χ. το εσωτερικό της μάσκας), έχουν την τάση να μικρύνουν, λόγω της αύξησης της πίεσης. Κάποιοι από αυτούς τους χώρους είναι ελαστικοί και μικραίνουν ελεύθερα και απεριόριστα, ενώ κάποιοι άλλοι δεν είναι τόσο ελαστικοί και η τάση που έχουν να μικρύνουν περιορίζεται από την κατασκευή του σώματός μας (ή του υλικού κατασκευής του εξοπλισμού μας). Και επειδή ακριβώς δεν μπορούν να μικρύνουν ενώ η πίεση που δέχονται εξωτερικά εξακολουθεί να αυξάνει, δημιουργείται μια διαφορά πίεσης η οποία μπορεί να οδηγήσει σε πόνο και τελικά σε τραύμα, το λεγόμενο βαρότραυμα. Αυτοί ακριβώς οι χώροι που δεν μικραίνουν ελεύθερα έχουν ανάγκη από την λεγόμενη εξίσωση. Με λίγα λόγια πρέπει με κάποιον τρόπο να βάλουμε εμείς επιπλέον αέρα στους χώρους αυτούς ώστε να αυξήσουμε την πίεση που επικρατεί στο εσωτερικό τους και να την εξισώσουμε με την εξωτερική πίεση για να αποφύγουμε τον πόνο και το βαρότραυμα. Γι’ αυτό και αυτή η διαδικασία λέγεται «εξίσωση».

Αεροφόροι χώροι.
Ας δούμε έναν-έναν τους χώρους που περιέχουν αέρα την ώρα που καταδυόμαστε.

Οι πνεύμονες.

Ο χώρος των πνευμόνων έχει πολύ μεγάλη ελαστικότητα και ακριβώς χάρη σε αυτή την ελαστικότητα μπορούμε και αναπνέουμε. Άρα καθώς καταδυόμαστε και η πίεση αυξάνει, ο όγκος των πνευμόνων μικραίνει, (σαν να είχαμε κάνει εκπνοή). Άρα η πίεση στο εσωτερικό τους εξισώνεται αυτόματα (μικραίνει ο όγκος τους, αυξάνεται η εσωτερική πίεση).

Τα ιγμόρεια και ο χώρος της στοματικής και ρινικής κοιλότητας.

Οι χώροι αυτοί βρίσκονται σε άμεση επικοινωνία με τον πνεύμονα και συνεπώς συμπεριφέρονται σαν να είναι ένας ενιαίος χώρος. Έτσι και αυτοί οι χώροι, αν όλα λειτουργούν σωστά, εξισώνουν αυτόματα. Θα επανέλθουμε στα ιγμόρεια όταν θα μιλήσουμε για τα προβλήματα εξισώσεων που μερικές φορές αντιμετωπίζουμε.

Το αυτί.

Και ειδικότερα το μέσο αυτί. Περιέχει αέρα από κατασκευής και θα ασχοληθούμε μαζί του με μεγάλη λεπτομέρεια, καθώς η εξίσωση της πίεσής του με το εξωτερικό περιβάλλον δεν γίνεται αυτόματα και απαιτεί από μέρους μας μια προσπάθεια. Σχήματα 1 και 2.

Η μάσκα.

Ο εσωτερικός χώρος μιας μάσκας αποτελεί έναν αεροφόρο χώρο που δεν ανήκει στο σώμα μας αλλά δημιουργείται από τον εξοπλισμό μας. Αυτός ο χώρος δεν είναι πολύ ελαστικός και η τάση του να μικρύνει καθώς καταδυόμαστε περιορίζεται από την ελαστικότητα του υλικού από το οποίο είναι κατασκευασμένη η μάσκα. Δημιουργείται συνεπώς μια διαφορά πίεσης με το περιβάλλον την οποία εξισώνουμε «φυσώντας» λίγο αέρα από την μύτη μας μέσα στη μάσκα «φουσκώνοντάς» την. Εξισώνουμε συνεπώς την εσωτερική της πίεση αυξάνοντάς την ώστε να είναι ίση με την πίεση του περιβάλλοντος. Σχήματα 3 και 4.

Δόντια.

Μερικές φορές τα σφραγίσματα που έχουμε στα δόντια μας είναι δυνατόν να περιέχουν αέρα με αποτέλεσμα να δημιουργούνται πόνοι από την τάση που έχει το σφράγισμα να πιέζεται, καθώς ο χώρος μέσα στο δόντι έχει την τάση να μικρύνει. Σχήμα 5.

Στολή.

Μερικές φορές, ανάμεσα στην στολή μας και το σώμα μας μπορεί να εγκλωβιστεί αέρας ο οποίος θα έχει και αυτός την τάση να μικρύνει καθώς καταδυόμαστε. Αν η στολή που φοράμε δεν είναι στα μέτρα μας ή/και δεν είναι φτιαγμένη από ελαστικό υλικό, τότε το πρόβλημα μπορεί να γίνει εντονότερο.

Βαρότραυμα.

Βαρότραυμα ονομάζεται κάθε τραύμα που οφείλεται σε διαφορές πιέσεων. Μπορούμε να τα διακρίνουμε σε καθόδου και ανόδου, ανάλογα με το αν προκύπτουν κατά την κατάδυση ή την ανάδυσή μας. Εδώ θα πρέπει να πούμε ότι κάθε δύτης με φυσιολογική ανατομία είναι σε θέση να αντιμετωπίσει τα προβλήματα των εξισώσεων της πίεσης, χωρίς να πάθει βαρότραυμα. Πριν πάθουμε οποιοδήποτε βαρότραυμα αισθανόμαστε πόνο, πράγμα που πρέπει να εκλάβουμε ως προειδοποιητικό σημάδι που μας δίνει το σώμα μας και να σταματήσουμε την δραστηριότητά μας μέχρι να το αντιμετωπίσουμε σωστά.
Με πολύ απλά λόγια, σχεδόν απλοϊκά, θα λέγαμε ότι βαρότραυμα παθαίνουμε όταν εμποδίζεται η τάση κάποιων αεροφόρων χώρων να αλλάξουν όγκο και εμείς αγνοήσουμε τα σημάδια που μας δίνει το σώμα μας. Μερικά βαροτραύματα μπορούμε να τα αποφύγουμε κάνοντας κάποιους χειρισμούς, ενώ άλλα μας υποχρεώνουν να διακόψουμε την καταδυτική μας δραστηριότητα, να μαζέψουμε τα πράγματά μας και να πάμε σπίτι μας. Έτσι είναι δυστυχώς.
Πιο συγκεκριμένα:
Αν μας πονάει ένα δόντι εξαιτίας του αέρα που έχει εγκλωβιστεί στο εσωτερικό ενός σφραγίσματος, πρέπει να σταματήσουμε τις βουτιές, να πάμε στον οδοντίατρο και να του εξηγήσουμε τι συμβαίνει. Αυτός θα ανοίξει το προβληματικό σφράγισμα και θα το φτιάξει από την αρχή, προσέχοντας να μην εγκλωβίσει πάλι αέρα στο εσωτερικό του. Αν συνεχίσουμε να βουτάμε χωρίς να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα, πολύ απλά θα υποφέρουμε από τρομερούς πόνους στο προβληματικό δόντι. Τέτοιους που δεν θα μπορούμε τελικά να βουτάμε.
Αν λόγω κάποιου κρυώματος τα ιγμόρειά ή τα αυτιά μας δεν εξισώνουν, και πάλι πρέπει να σταματήσουμε μέχρι να γίνουμε καλά και να μας περάσει εντελώς το κρύωμα και να φύγουν οι βλέννες που εμποδίζουν τη ροή του αέρα σε αυτούς τους χώρους. Αν συνεχίσουμε υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να τραυματίσουμε άσχημα τα ιγμόρειά μας και το ακουστικό μας τύμπανο, μέχρι αιμορραγίας και διάτρησης αντίστοιχα. Ειδικά το δεύτερο απαιτεί ιατρική περίθαλψη, αποχή από το νερό για πολύ καιρό και μερικές φορές μικροχειρουργική επέμβαση. Άσχημες καταστάσεις.
Αν δεν εξισώνουμε τη μάσκα μας, η ύπαρξη της υποπίεσης στο εσωτερικό της θα μας δημιουργήσει μελανιές (σαν πιπιλιές) στην ευαίσθητη περιοχή γύρω από τα μάτια. Πέρα από το γεγονός ότι το θέαμα δεν είναι καθόλου ωραίο (είναι σαν να μας έχουν χτυπήσει με γροθιές), μπορεί σε προχωρημένες περιπτώσεις να δημιουργηθούν και προβλήματα στην όρασή μας.
Τα βαροτραύματα στολής είναι πλέον σπάνια. Αυτό οφείλεται στα καλά σχετικά πατρόν που έχουν οι στολές σήμερα και στα ποιοτικότερα υλικά που χρησιμοποιούν οι περισσότεροι κατασκευαστές. Παρόλα αυτά μπορεί να δημιουργηθούν «κοκκινίλες» σε κάποια σημεία του σώματός μας. Επιλέγουμε στολή φτιαγμένη επί μέτρω ή σε έτοιμο μέγεθος που να μας «ταιριάζει» και να μην αφήνει «σακουλιάσματα». Σαν τελευταία λύση μπορούμε να βάλουμε νερό μέσα στην στολή ώστε τα κενά που δημιουργούνται από την κακή εφαρμογή της στολής να είναι πλέον ασυμπίεστα.
Συνεχίζεται…

Εξισώσεις, μέρος B.

Η εξίσωση της πίεσης στο μέσο αυτί.

Ας μπούμε τώρα στο θέμα που ταλαιπωρεί τους περισσότερους από εμάς. Για να εξισωθεί η πίεση στα αυτιά μας, πρέπει να περάσει αέρας μέσω της ευσταχιανής σάλπιγγας και να πάει στο μέσο αυτί. Αρχίζοντας θα πρέπει να ξεχωρίσουμε τις μεθόδους εξίσωσης σε δύο βασικές κατηγορίες. Πρώτον σε αυτές που η μεταφορά του αέρα γίνεται χωρίς την δημιουργία πίεσης και δεύτερον σε αυτές που η δημιουργία πίεσης είναι απαραίτητη.

Εξίσωση χωρίς την δημιουργία πίεσης.

Ας δούμε λίγο με την βοήθεια σχημάτων τι συμβαίνει. Όπως βλέπουμε στα Σχήματα 1 και 2, ένας δύτης μπορεί να έχει ευσταχιανές σάλπιγγες οι οποίες είναι είτε συνεχώς ανοιχτές (Σχ. 1), είτε κλείνουν ελάχιστα (Σχ. 2).
Ο δύτης που έχει ευσταχιανές σαν και αυτές που βλέπουμε στο σχήμα 1, δεν νιώθει ποτέ την ανάγκη να εξισώσει την πίεση στα αυτιά του, πολύ απλά γιατί η πίεση είναι συνεχώς εξισωμένη και τα τύμπανά του δεν πιέζονται ποτέ. Σε αυτή την περίπτωση λέμε ότι ο δύτης αυτός εξισώνει «ακούσια». Δεν κάνει δηλαδή καμία προσπάθεια για να εξισώσει.
Ο δύτης του οποίου οι ευσταχιανές κλείνουν ελάχιστα (Σχ. 2), μπορεί να ανοίξει στιγμιαία τον δρόμο στον αέρα προς το μέσο αυτί κάνοντας κάποιες κινήσεις. Η πιο κλασική κίνηση που μπορεί να κάνει είναι να κουνήσει το πίσω μέρος του λαιμού προς τα πάνω (κινώντας τη μαλακή υπερώα προς τα πάνω). Η κίνηση αυτή αναγκάζει τους μυς και τα μαλακά μόρια (τη σάρκα) που βρίσκονται γύρω από την ευσταχιανή σάλπιγγα να κινηθούν και να κάνουν μια μικρή σύσπαση, και η σύσπαση αυτή ανοίγει την ευσταχιανή σάλπιγγα και έτσι ο αέρας περνάει αυτόματα προς το μέσο αυτί, όπου υπάρχει διαφορά πίεσης. Η μέθοδος αυτή αναπτύχθηκε και ονομάστηκε «BTV» από το Γαλλικό Ναυτικό την δεκαετία του 1950 και το όνομα προέρχεται από τα αρχικά των Γαλλικών λέξεων «Beance Tubaire Volontaire», που σημαίνουν εκούσιο άνοιγμα των «σωλήνων», δηλαδή «εκούσιο άνοιγμα των ευσταχιανών». Σε απλά ελληνικά ονομάζουμε αυτή τη μέθοδο «εκούσια».

Εξίσωση με την δημιουργία πίεσης.

Εδώ έχουμε να κάνουμε με την συντριπτική πλειοψηφία των δυτών. Μιλάμε για δύτες με την πιο συνηθισμένη ανατομία ευσταχιανής σάλπιγγας. Στην περίπτωση αυτή, επειδή η ευσταχιανές σάλπιγγες δεν ανοίγουν με την εκούσια μέθοδο ο δύτης είναι αναγκασμένος να δημιουργήσει μια πίεση στην στοματορινική κοιλότητα και έχοντας κλειστή τη μύτη του να μην επιτρέψει στον αέρα να διαφύγει. Ο αέρας μην έχοντας άλλη διέξοδο, πηγαίνει προς τις ευσταχιανές σάλπιγγες, τις «ανοίγει» και καταλήγει στο μέσο αυτί εξισώνοντας την διαφορά πίεσης που υπάρχει από τις δυο μεριές του τύμπανου. Δυο είναι οι κύριες μέθοδοι εξίσωσης με την δημιουργία πίεσης. Η μέθοδος Valsalva και η μέθοδος Frenzel.

Στην μέθοδο Valsalva, ο δύτης έχοντας στόμα και μύτη κλειστά, κάνει μια προσπάθεια εκπνοής συσπώντας τους κοιλιακούς μυς. Ο αέρας όπως είπαμε δεν έχει που να πάει και καταλήγει με την βοήθεια της πίεσης στο μέσο αυτί.

Στη μέθοδο Frenzel, ο δύτης πάλι κλείνει την μύτη και το στόμα του, αλλά επίσης κλείνει την επιγλωττίδα (όπως όταν θέλουμε να κρατήσουμε την αναπνοή μας σαν να θέλαμε να σηκώσουμε ένα βάρος). Στη συνέχεια σηκώνει το πίσω μέρος του λάρυγγα και της γλώσσας προς τα πάνω και μειώνοντας έτσι τον χώρο στην στοματορινική κοιλότητα, δημιουργεί αύξηση της πίεσης και ο αέρας πάλι βρίσκει το δρόμο του προς το μέσο αυτί. Για να περιγράψουμε καλύτερα τον τρόπο που γίνεται αυτή η εξίσωση θα λέγαμε ότι έχοντας την μύτη κλειστή, ακουμπάμε το πίσω μέρος της γλώσσας μας στον ουρανίσκο σαν να θέλαμε να προφέρουμε το γράμμα «Κ». Το στόμα μπορεί να είναι ελαφρώς ανοιχτό ακριβώς σαν να θέλαμε να πούμε «Κ». Μόνο που αντί να πούμε το «Κ» (δηλαδή δεν απομακρύνουμε τη γλώσσα από τον ουρανίσκο αλλά την αφήνουμε να τον ακουμπάει), σηκώνουμε το μήλο του Αδάμ (το καρύδι που λέμε) προς τα πάνω. Δοκιμάστε το μπροστά σε έναν καθρέπτη. Κλείστε τη μύτη σας και πείτε μερικές φορές απανωτά «Κ» για να καταλάβετε την κίνηση που περιγράψαμε. Κάντε τώρα την κίνηση του λάρυγγα και θα δείτε στον καθρέπτη το μήλο του Αδάμ να ανεβοκατεβαίνει. Αν το κάνετε σωστά θα νιώσετε και την πίεση στα αυτιά σας. Λίγο ακόμα και θα νιώσετε τα τύμπανα των αυτιών σας να «ανοίγουν» προς τα έξω. Αυτό ήταν! Μόλις εξισώσατε με Frenzel! Να σημειώσουμε εδώ ότι η μέθοδος Frenzel είναι η μέθοδος που κάνουν οι περισσότεροι. Απλά λόγω κακής πληροφόρησης, συγχέουν την Frenzel με την Εκούσια, νομίζοντας ότι στην Frenzel δεν κλείνουμε τη μύτη με το χέρι.

Αξίζει ίσως για εγκυκλοπαιδικούς κυρίως λόγους να αναφέρουμε επιγραμματικά και κάποιες άλλες μεθόδους εξίσωσης, αν και δεν βρίσκουν και τόση εφαρμογή στην ελεύθερη κατάδυση. Η μέθοδος Toynbee γίνεται κλείνοντας την μύτη μας την ώρα που καταπίνουμε. H Roydhouse είναι στην ουσία ίδια με την BTV μόνο που ο Noel Roydhouse που την περιέγραψε, έδωσε και κάποιες πληροφορίες σχετικά με την σειρά που πρέπει να κάνουμε την σύσπαση κάποιων μυών. Η Edmonds δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια Valsalva ή μια Frenzel σε συνδυασμό με ένα κούνημα του σαγονιού ή του κεφαλιού προκειμένου να ανοίξουν πιο εύκολα οι ευσταχιανές. Τέλος η τεχνική Lowry είναι μια Valsalva ή μια Frenzel που γίνεται καθώς καταπίνουμε.

Πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα της κάθε μεθόδου.

Το ολοφάνερο πλεονέκτημα της ακούσιας και της εκούσιας μεθόδου, είναι ότι ο δύτης δεν χρειάζεται να κλείσει την μύτη του. Είτε αυτόματα είτε με μια μικρή κίνηση του λάρυγγα και της μαλακής υπερώας, οι ευσταχιανές ανοίγουν και η εξίσωση γίνεται. Βέβαια, όσοι έχουν συνεχώς ανοιχτές ευσταχιανές και εξισώνουν ακούσια, υποφέρουν συχνά από ωτίτιδες μιας και η ανοιχτή ευσταχιανή είναι πλεονέκτημα μεν στην εξίσωση, επιτρέπει όμως σε μικρόβια να φτάσουν στο μέσο αυτί. Όσοι πάλι κάνουν εκούσια εξίσωση δεν έχουν κάποιο πρόβλημα, είναι όμως λίγοι και θα έπρεπε να αισθάνονται «μειοψηφία» και όχι να μας κάνουν επίδειξη ότι εξισώνουν χωρίς να βάζουν χέρι στη μύτη! (Τώρα έπεσα χαμηλά, το ξέρω).
Ας περάσουμε όμως στις μεθόδους Valsalva και Frenzel που αφορούν και τους περισσότερους από εμάς. Στο Σχήμα 3, βλέπουμε την πλάγια τομή του κρανίου μας με τις ονομασίες των οργάνων που μας αφορούν. Το βασικό πλεονέκτημα της Valsalva (Σχ 4) είναι ότι είναι πανεύκολη στην εκμάθησή της. Με απλά λόγια, κλείνεις το στόμα και την μύτη σου και φυσάς (τι πιο απλό). Στο σχήμα 4, με κόκκινο χρώμα είναι σημειωμένη η περιοχή όπου η πίεση του αέρα πρέπει να αυξηθεί προκειμένου να περάσει ο αέρας μέσα από τις ευσταχιανές σάλπιγγες. Όμως επειδή ακριβώς πρέπει να δημιουργηθεί αυξημένη πίεση και σε ολόκληρο το θώρακα (που δεν φαίνεται στο σχήμα), η μέθοδος καταναλώνει αρκετή ενέργεια και μας χαλάει κάπως την χαλάρωση που είναι απαραίτητη είτε βουτάμε στο σχοινί είτε ψαρεύουμε. Αντίθετα η Frenzel, αν δεν την κάνει ο δύτης «ενστικτωδώς» είναι κάπως δύσκολο να την μάθει με απλές περιγραφές και φυσικά δεν μπορείς να δείξεις στον άλλο τι ακριβώς γίνεται μέσα στην στοματορινοφαρυγγική κοιλότητα την ώρα που εξισώνεις. Το τεράστιο όμως πλεονέκτημά της είναι ότι ο χώρος που χρειάζεται να «συμπιεστεί», όπως φαίνεται και στο Σχήμα 5 με κόκκινη σκίαση, είναι μικρός. Σε σύγκριση με τη Valsalva (Σχ 4, θυμηθείτε δεν απεικονίζεται και ο θώρακας), η ενεργειακή απαίτηση της Frenzel είναι ελάχιστη έως αμελητέα. Επίσης, είναι μια μέθοδος που γίνεται πολύ γρήγορα και επαναλαμβάνεται σχεδόν στιγμιαία, συνεπώς δεν μας χαλάει καθόλου την χαλάρωση. Τέλος με την Frenzel μπορεί κανείς να δημιουργήσει τεράστια πίεση και να εξισώσει κάτω από δύσκολες συνθήκες αν και μια τέτοια πρακτική είναι λανθασμένη και πρέπει να αποφεύγεται.

Οι υπόλοιπες τεχνικές που αναφέρθηκαν στη προηγούμενη παράγραφο, είναι είτε αρκετά πολύπλοκες ή χρονοβόρες και δεν ταιριάζουν στην ελεύθερη κατάδυση αλλά περισσότερο στην αυτόνομη. Για παράδειγμα, για να κάνεις Toynbee ή Lowry πρέπει να καταπιείς (ή να ξεροκαταπιείς). Πράγμα που δεν μπορούμε να κάνουμε τόσο συχνά (χρονικά) όσο απαιτείται την ώρα που κάνουμε ελεύθερη κατάδυση. Στην αυτόνομη κατάδυση, όπου οι μεταβολές του βάθους είναι πιο αργές και ο αέρας άφθονος, έχουμε την πολυτέλεια και τον χρόνο να κάνουμε τέτοιου είδους εξισώσεις.

Εξισώσεις... η πράξη 
Μέρος Γ.

Στις εξισώσεις είχα πρόβλημα από το σχολείο. Που να φανταστώ ότι θα με δυσκόλευαν και στην Ελεύθερη Κατάδυση.

NK: Παναγιώτη τι είναι αυτό που σε κάνει να σταματήσεις την κατάδυσή σου σε κάποιο βάθος; Αέρα έχεις αφού σου φτάνει για να γυρίσεις πίσω και κούραση δεν νιώθεις αφού η κατάδυση είναι πολύ πιο ξεκούραστη από την ανάδυση. Γιατί λοιπόν σταματάς και δεν πας πιο βαθιά;

ΠΛ: Όταν πρωτοξεκίνησα να κάνω ελεύθερη κατάδυση, δεν πήγαινα πολύ βαθιά γιατί πίστευα πως θα πάθαινα υποξία. Και ήταν αλήθεια αυτό γιατί η άπνοιά μου δεν ήταν καλή. Τώρα που η άπνοια βελτιώθηκε, προέκυψε άλλο πρόβλημα. Δεν μπορώ να πάω βαθύτερα από ένα όριο γιατί δεν μπορώ να εξισώσω. Με άλλα λόγια Νικόλα, ο αέρας που έχω στα πνευμόνια μου, επαρκεί για την άπνοιά μου αλλά επειδή συμπιέζεται στα βαθιά, δεν επαρκεί για τις εξισώσεις. Οπότε αναγκαστικά σταματάω. Εσύ γιατί δεν πάς πιο βαθιά, τι σε εμποδίζει;

ΝΚ: Μονολεκτικά θα απαντούσα η πίεση, αν και αυτό ίσχυε μέχρι που άλλαξα προσέγγιση στις βουτιές μου. Αυτό που με σταματάει πια είναι το ΣΤΟΠ, το οποίο είναι δική μου επιλογή. Πριν ξεκινήσω τη βουτιά μου, πριν ακόμα φτάσω στη θάλασσα, έχω αποφασίσει πόσο θα βουτήξω. Το στοπ το έχω συζητήσει με το ζευγάρι που με προσέχει ώστε να γνωρίζει και αυτός τι πρόκειται να κάνω αλλά και να συμφωνεί με αυτό.

ΠΛ: Πολύ σωστό αυτό που λες και πιστεύω πως αξίζει να το συζητήσουμε και αυτό. Την πίεση στα αυτιά σου όμως με ποια μέθοδο την εξισώνεις;

NK: Χρησιμοποιώ Valsalva αλλά και Frenzel. Συνήθως αλλάζω τεχνική μετά από κάποιο βάθος εκεί που τα πράγματα γίνονται πιο δύσκολα. Όσο εξισώνω άνετα κάνω Valsalva και όσο πιο αραιά γίνεται. Μετά από κάποιο βάθος εξισώνω σχεδόν συνέχεια για να κρατήσω τις ευσταχιανές ανοιχτές. Η Frenzel είναι για μένα τεχνική μεγαλύτερης ακρίβειας και πιο γρήγορη από τη Valsalva με την οποία όμως καταφέρνω να εξισώνω αρκετά αραιά.

ΠΛ: Εγώ Valsalva δεν κάνω ποτέ, προτιμώ τη Frenzel. Βρίσκω πολύ πιο εύκολο το να χρησιμοποιήσω το πίσω μέρος της γλώσσας και το λάρυγγα παρά το διάφραγμα προκειμένου να «σπρώξω» τον αέρα. Νομίζω πως η Valsalva καταναλώνει και περισσότερη ενέργεια, ενώ με την Frenzel κάνεις ένα «τσάκ» (σαν τον Τσάκα) και εξίσωσες. Επίσης πιστεύω πως η Frenzel, δίνει τη δυνατότητα στο δύτη να εφαρμόσει πολύ μεγαλύτερη πίεση στις ευσταχιανές σάλπιγγες απ’ ότι η Valsalva. Συνεπώς αν καθυστερήσεις μια εξίσωση και χρησιμοποιήσεις Valsalva ενδεχομένως να μην μπορείς να εξισώσεις. Αν όμως χρησιμοποιήσεις Frenzel, είναι πολύ πιθανό να τα καταφέρεις. Εσύ γιατί εξισώνεις πιο αραιά με την Valsalva; Αφού και με τις δύο τεχνικές εξισώνεις πλήρως, άρα βάζεις την ίδια ποσότητα αέρα στο μέσο αυτί , τι σημασία έχει η τεχνική που χρησιμοποιείς;

ΝΚ: Όταν κάνω Valsalva η εξίσωση διαρκεί περισσότερη ώρα. Ξεκινάω ας πούμε στα 9 μέτρα και τελειώνει στα 11. Με τη Frenzel θα είχε τελειώσει στα 9 και η επόμενη εξίσωση θα γινόταν τουλάχιστον 2 μέτρα νωρίτερα.. Ακόμα έχω την αίσθηση ότι καταφέρνω να πετύχω μια μικρή υπερπλήρωση. Στη πράξη και χωρίς να μπορώ να το εξηγήσω πιο επιστημονικά με τη Valsalva οι φορές που εξισώνω είναι λιγότερες. Παναγιώτη εκτός από αυτές τις δυο τεχνικές και την εκούσια εξίσωση ξέρεις αν υπάρχουν άλλες;

ΠΛ: Η εκούσια (BTV) που αναφέρεις είναι η πιο χρήσιμη αλλά και η πιο δύσκολη κατά τη γνώμη μου. Και είναι η πιο χρήσιμη γιατί σου επιτρέπει να εξισώνεις χωρίς να πιάνεις τη μύτη σου. Έτσι μπορείς να αυτοσυγκεντρώνεσαι στη βουτιά σου. Νομίζω την χρησιμοποιεί ο Νίκος Ευθυμίου έτσι δεν είναι;
Υπάρχει και μια άλλη, που δεν νομίζω πως έχει όνομα αλλά μοιάζει με την εκούσια. Στην ουσία ο δύτης επιτρέπει να συσσωρευτεί πίεση στη μάσκα και μετά εκπνέοντας ελαφρά από τη μύτη (κάνοντας κίνηση Frenzel ή Valsalva χωρίς όμως να πιάνει τη μύτη του) εξισώνει ταυτόχρονα και τη πίεση στη μάσκα και στα αυτιά. Η πιεσμένη μάσκα ασκεί μια αντίσταση η οποία λειτουργεί ως ένα «αόρατο χέρι που πιάνει τη μύτη». Ταυτόχρονα μπορούν να γίνουν διάφορες κινήσεις του σαγονιού για να διευκολυνθεί το άνοιγμα των ευσταχιανών. Κάπως έτσι εξισώνει νομίζω ο Χρήστος Μαχαίρας.
Υπάρχουν και άλλες τεχνικές που όμως δεν βρίσκουν εύκολη εφαρμογή στην ελεύθερη κατάδυση, μπορούν όμως να εφαρμοστούν σχετικά εύκολα στην αυτόνομη. Για παράδειγμα η τεχνικές Toynbee, Edmonds και άλλες.

NK: Για να γίνει η εκούσια πρέπει οι ευσταχιανές να είναι αρκετά ανοιχτές που σημαίνει ότι δεν μπορούν να την κάνουν όλοι. Όλοι όμως μπορούν να εξασκήσουν τη δεύτερη τεχνική που περιέγραψες ώστε να καταφέρουν να μην βάζουν το χέρι στη μύτη. Επίσης με εξάσκηση μπορείς να καταφέρεις να εξισώνεις και πιο αραιά. Ο Χρήστος Μαχαίρας κάνει ουσιαστικά εκούσια αλλά βοηθάει και με κινήσεις του σαγονιού και με λίγη εκπνοή στη μάσκα. Ενώ ο Νίκος Ευθυμίου όταν τον ρώτησα πως εξισώνει με κοίταξε απορημένος και με ρώτησε εξίσωση; τι είναι αυτό;
Μην νομίζεις όμως ότι η εκούσια είναι τρομερό πλεονέκτημα. Ο Σάκης Μπάτσος κάνει τρομερές βουτιές και εξισώνει με Valsalva και πάρα πολύ συχνά σχεδόν έχει συνέχεια το χέρι στη μύτη. Το πιο σημαντικό για μένα είναι να μπορέσεις να εξισώσεις στα μεγάλα βάθη και όχι το πώς εξισώνεις μέχρι εκεί. Με το Μανώλη έχεις μιλήσει πως εξισώνει αυτός;

ΠΛ: Ο Μανώλης μου έχει πει πως χρησιμοποιεί τη Valsalva, σε όλα τα βάθη. Αυτό πάντως που είπες σχετικά με την εξάσκηση νομίζω είναι σωστό. Πέρα από τους ψυχολογικούς παράγοντες, πιστεύω πως με τις συχνές βουτιές και την «έκθεση» σε διαφορές πιέσεων, το σώμα μας αποκτά μια ικανότητα να προσαρμόζεται πιο εύκολα. Πιο συγκεκριμένα, το ακουστικό τύμπανο ενός ελεύθερου δύτη που βουτάει πολύ συχνά, είναι πιο ελαστικό από εκείνο του δύτη που βουτάει σπάνια ή μόνο στις διακοπές του. Άρα το τύμπανο του «δύτη των διακοπών» δεν θα αντέχει μεγάλες μεταβολές πίεσης και θα πονάει, απαιτώντας χειρισμό εξίσωσης πολύ συχνά, για παράδειγμα κάθε 3-4 μέτρα. Αντίθετα ο δύτης που βουτάει συχνά θα έχει πιο ελαστικό τύμπανο, οπότε θα μπορεί να εξισώνει την πίεση πιο αραιά, ας πούμε κάθε 6-7 ή και περισσότερα μέτρα.

NK: Παναγιώτη δεν είναι μόνο το τύμπανο που συνηθίζει τις πιέσεις αλλά και ο θώρακας. Ακόμα και αν βουτάς συνέχεια αλλά σε μικρά βάθη δεν είναι αρκετό. Το σώμα χρειάζεται και προσαρμογές στο βάθος. Ο θώρακας είναι ίσως το πιο σημαντικό κομμάτι και η ελαστικότητα του πολλές φορές καθορίζει το μέγιστο βάθος που μπορούμε να φτάσουμε. Ένα ακόμα σημαντικό σημείο είναι το blood shift. Όσο πιο εξασκημένο είναι το καταδυτικό αντανακλαστικό τόσο πιο γρήγορα μεταφέρεται το αίμα στους πνεύμονες και τόσο πιο εύκολη γίνεται η εξίσωση. Αλλά για μένα το πιο σημαντικό είναι η χαλάρωση. Πολλοί ελεύθεροι δύτες προσπαθούν να αντέξουν τη πίεση ενώ αυτό που θα έπρεπε να κάνουν είναι να παραδοθούν σε αυτή.

ΠΛ: Αυτό που λες για την προσαρμογή του θώρακα είναι πολύ σωστό. Εξάλλου αυτός είναι και ο λόγος που κάνουμε ασκήσεις ελαστικότητας του θώρακα χρησιμοποιώντας τις τεχνικές της πνευμονικής υπερπλήρωσης και άντλησης. Η αυξημένη ελαστικότητα στο διάφραγμα είναι το κλειδί για τις εξισώσεις στα βαθιά. Εδώ ακριβώς νομίζω βρίσκει εφαρμογή και αυτό που είπες νωρίτερα ότι βάζεις κάποιο όριο πριν ακόμα πας στη θάλασσα. Με την σταδιακή και αργή αύξηση του βάθους, το σώμα μας έχει την ευκαιρία να προσαρμοστεί και να συνηθίσει τις υψηλές πιέσεις και η αύξηση του βάθους γίνεται σχεδόν αβίαστα. Αντίθετα ο δύτης που θα προσπαθήσει να πάει απότομα βαθιά, θα συναντήσει έναν «τοίχο» σε κάποιο βάθος και δεν θα μπορεί να πάει βαθύτερα. Αυτό που πιστεύω χρειάζεται είναι πολλές βουτιές κοντά σε αυτό το όριο ώστε να ξεπεράσουμε τόσο τα εμπόδια της φυσιολογίας (έλλειψη ελαστικότητας του θώρακα), όσο και τα ψυχολογικά (σφίξιμο) που δημιουργεί η παρουσία μας σε ένα μεγάλο για μας βάθος. Επίσης χρήσιμες για την ελαστικότητα είναι και οι «αρνητικές» βουτιές, δηλαδή οι βουτιές με μικρή πλήρωση των πνευμόνων.

ΝΚ: Εγώ εφαρμόζω κάτι σαν πρόγραμμα για τις βουτιές μου ανάλογα με τους στόχους μου. Θα σου δώσω ένα παράδειγμα για να καταλάβεις τι εννοώ. Έχω σκοπό για φέτος να βουτήξω στους αγώνες που θα γίνουν 45 μέτρα, οπότε πρέπει στις προπονήσεις να κάνω τουλάχιστον 48. Τη πρώτη φορά που θα πάω στη θάλασσα θα κάνω 36 μέτρα την επόμενη 38 και την επόμενη 40, μέχρι να φτάσω το στόχο μου. Θα μου πεις βέβαια, τι σχέση έχουν όλα αυτά με τις εξισώσεις; Έχω καταλήξει ότι είναι η ιδέα μας πως δεν μπορούμε να πάμε βαθύτερα. Είναι δηλαδή κάτι σα ψυχολογικός μηχανισμός που μας φρενάρει. Για να το πω πιο απλά η φωνή του εαυτού μας που φωνάζει όπα μεγάλε μέχρι εκεί. Αν λοιπόν κάθε βουτιά σου είναι μέχρι εκεί που δεν μπορείς να πας άλλο το μόνο που καταφέρνεις είναι πείσεις τον εαυτό σου ότι πρέπει να σε σταματήσει αυτός. Ενώ αντίθετα αν φτάσεις στο στόχο σου με υπομονή έχεις αποκτήσει και την απαραίτητη αυτοπεποίθηση για να αντιμετωπίσεις τις μεγάλες πιέσεις. Εκτός από τη χαλάρωση και τη σωστή προετοιμασία, η πνευμονική άντληση ή reverse packing όπως είναι γνωστό είναι ένα πολύ καλό εργαλείο για να μπορέσουμε να ξεπεράσουμε αυτό το «τοίχο».

ΠΛ: Είναι γεγονός για να πας βαθιά πρέπει να συνηθίσεις να κάνεις πνευμονική άντληση ώστε να έχεις αέρα για να εξισώσεις. Αυτό που πρέπει ίσως να σημειώσουμε κλείνοντας είναι ότι η πνευμονική άντληση και η χαλάρωση πάνε χέρι-χέρι. Δηλαδή για να μπορέσεις να κάνεις την τεχνική της πνευμονικής άντλησης, πρέπει να είσαι χαλαρός και να μην σφίγγεσαι. Όπως είπες πριν, το μυστικό είναι να μην προσπαθείς να αντέξεις την πίεση, αλλά να «παραδίνεσαι». Μόνο τότε θα καταφέρεις να κάνεις πνευμονική άντληση και να εξισώσεις την πίεση στα αυτιά σου.


Συμπερασματικά, οι στόχοι μας για να πετύχουμε αύξηση του βάθους είναι:

1) Βελτίωση τεχνικής (πνευμονική άντληση).
2) Εμπειρία σε μεγάλο βάθος (και η χαλάρωση που αυτή συνεπάγεται).
3) Βελτίωση φυσιολογίας (ελαστικότητα ακουστικού τυμπάνου και κυρίως θώρακα).

Χρήστος Μαχαίρας: Δεν βάζω χέρι στη μύτη. Με κινήσεις στο σαγόνι και λίγη πίεση στη μάσκα εξισώνω μέχρι κάτω. Στα μεγάλα βάθη πιστεύω πως το μεγαλύτερο μας όπλο για να αντιμετωπίσουμε τη πίεση είναι η χαλάρωση. Εγώ δίνω μεγάλο βάρος σε αυτό το κομμάτι της Άπνοιας.

Σάκης Μπάτσος: Κάνω Valsalva (Θα προτιμούσα να έκανα εξίσωση χωρίς το χέρι στη μύτη αλλά τι να κάνουμε). Στα μεγαλύτερα βάθη χρησιμοποιώ το διάφραγμα για να μπορέσω να εξισώσω. Καθώς πλησιάζω το μέγιστο βάθος δίνω πολύ μεγάλη προσοχή στις εξισώσεις και τις κάνω πιο συχνά. Αν καθυστερήσεις μια τη πάτησες.

Νίκος Ευθυμίου
: Εξίσωση τι είναι αυτό? Α! τα αυτιά στη βουτιά. Μόνα τους φτιάχνουν . Ε, στα βαθιά βοηθάω με το διάφραγμα. Το ανεβάζω και σπρώχνω τον αέρα προς τα επάνω.
Μανώλης Γιάνκος: Κάνω Valsalva. Σε όλα τα βάθη.


Frenzel

Ο Herman Frenzel ήταν διοικητής της Luftwaffe που έμαθε αυτή τη τεχνική στους πιλότους των βομβαρδιστικών κάθετου εφορμήσεως κατά τη διάρκεια του 2ου παγκοσμίου πολέμου. Μπορεί στα πολιτικά αεροπλάνα οι διαφορές πιέσεων να είναι μικρές οι πιλότοι όμως των συγκεκριμένων αεροπλάνων δέχονταν πιέσεις ανάλογες με αυτές ενός δύτη. Η τεχνική αυτή είναι αρκετά περίπλοκη και σίγουρα χρειάζεται εξάσκηση πριν φτάσουμε να τη χρησιμοποιούμε στη θάλασσα. Όπως φαίνεται και στο σχήμα, κλείνουμε την επιγλωττίδα σα να προσπαθούμε να σηκώσουμε ένα μεγάλο βάρος και με το χέρι κλείνουμε τη μύτη μας. Κολλάμε το μπροστά και τα πλάγια μέρη της γλώσσας στον ουρανίσκο και με το πίσω μέρος της «σπρώχνουμε» τον αέρα προς τα πάνω. Στην ουσία δημιουργούμε αυξημένη πίεση και ο αέρας μην μπορώντας να βρει διέξοδο προς τα πνευμόνια ή τη μύτη, ανοίγει τις ευσταχιανές σάλπιγγες και οδηγείται στο μέσο αυτί. Το πίσω μέρος δηλαδή τις γλώσσας γίνεται ένα πιστόνι που σπρώχνει με δύναμη τον αέρα προς τα επάνω. Για μια πλήρη περιγραφή της τεχνικής Frenzel στα αγγλικά, μπορείτε να επισκεφθείτε την ιστοσελίδα:
http://www.ericfattah.com/equalizing.html
Από εκεί δανειστήκαμε και τα σχήματα 1 και 2. Τα σημαντικότερα πλεονεκτήματα της Frenzel είναι η αμεσότητα της και η ταχύτητα με την οποία μπορεί να επαναληφθεί. Ένα άλλο θετικό είναι ότι μπορείτε να τη χρησιμοποιήσετε είτε είσαστε δύτης, είτε πιλότος βομβαρδιστικού.

Valsalva

Ο Antonio Valsalva έζησε γύρω στο 1700 και ήταν ο πρώτος που κατέγραψε μια τεχνική για την εξίσωση του μέσου αυτιού. Με τα ρουθούνια κλειστά και τους μυς στα μάγουλα σφιγμένους για να μην φουσκώνουν προσπαθούμε να εκπνεύσουμε χρησιμοποιώντας τους μύες του θώρακα και το διάφραγμα. Ο αέρας στα πνευμόνια μας βρίσκει έτσι μοναδική δίοδο τις ευσταχιανές και καταλήγει στα αυτιά. Η Valsalva είναι σίγουρα η πιο απλή και διαδεδομένη τεχνική και σίγουρα η μέθοδος που θα επιλέξει ο καινούριος δύτης. Έχει όμως και τα μειονεκτήματα της. Παρατεταμένη πίεση μπορεί να προκαλέσει προβλήματα στους ιστούς γύρω από τις ευσταχιανές. Η Valsalva προκαλεί ακόμα βραδυκαρδία και για αυτό το λόγο τη χρησιμοποιούσαν στο παρελθόν οι γιατροί σε ασθενείς με ταχυκαρδία.

Εκούσια (BTV)
Γύρω στο 1950 το Γαλλικό ναυτικό ανέπτυξε μια τεχνική για τη εξίσωση του μέσου αυτιού και την ονόμασε Beance tubaire volontaire (BTV), δηλαδή εκούσιο άνοιγμα των ευσταχιανών. Η συγκεκριμένη μέθοδος είναι δύσκολο να διδαχτεί και μόνο ένα περίπου 30 % των μαθητών καταφέρνει τελικά να τη χρησιμοποιήσει. Με τους μύες στο μαλακό πίσω τμήμα του ουρανίσκου σφιγμένους χρησιμοποιούμε τους μυς στο πάνω μέρος του λαιμού για να τεντώσουμε τις ευσταχιανές ώστε να ανοίξουν. Μια κίνηση του σαγονιού προς τα εμπρός και κάτω μπορεί να βοηθήσει σημαντικά. Η τεχνική θυμίζει αυτό που συμβαίνει στο λαιμό μας στο τέλος ενός χασμουρητού, μερικές φορές μάλιστα η επαναλαμβανόμενη χρήση της τεχνικής (για προπόνηση στην επιφάνεια) μπορεί και να προκαλέσει χασμουρητό. Μοιάζει επίσης με αυτό που κάνουν μερικοί όταν προσπαθούν να κουνήσουν τα αυτιά τους. Μερικοί γεννιούνται με αυτή την ικανότητα αλλά οι περισσότεροι δεν θα μπορέσουν να χρησιμοποιήσουν αυτή τη μέθοδο συστηματικά. Μερικοί δύτες είναι ικανοί όχι απλώς να ανοίγουν απανωτά τις ευσταχιανές με την εκούσια τεχνική αλλά και να τις κρατούν συνεχώς ανοιχτές κατά την κατάδυσή τους.

Toynbee

O Joseph Toynbee έζησε στα γύρω στα 1800 και ήταν αυτός που πρώτος παρατήρησε ότι το άνοιγμα των ευσταχιανών είναι συνδεδεμένο με ένα μικρό «κράκ» που ακούγεται όταν καταπίνουμε. Η τεχνική του είναι να καταπίνουμε κρατώντας κλειστή τη μύτη μας. Αν υπάρχει διαφορά πίεσης, αυτή εξισώνεται με το άνοιγμα των ευσταχιανών που προκαλεί η κατάποση. Η τεχνική βρίσκει καλύτερη εφαρμογή στην αυτόνομη κατάδυση όπου οι ταχύτητες κατάδυσης (και συνεπώς οι μεταβολές της πίεσης) είναι πιο αργές.

Edmonds

Η τεχνική που προτείνει ο Carl Edmonds είναι απλή. Κάνουμε Valsalva ή Frenzel και ταυτόχρονα κουνάμε το σαγόνι μας ή/και το κεφάλι μας ώστε να βοηθήσουμε το άνοιγμα των ευσταχιανών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Στείλτε στο e-mail μας κάποια είδηση
ή το άρθρο σας που θέλετε να δημοσιεύσουμε


psarontoufekas4@gmail.com